μαρμάρωσε

μαρμάρωσε
его взгляд привёл меня в оцепенение;
2. αμετ. 1) превращаться в мрамор, окаменеть; 2) перен. окаменеть, остолбенеть, оцепенеть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μαρμάρωσε" в других словарях:

  • μαρμαρώνω — μαρμάρωσα, μαρμαρωμένος 1. μτβ., επιστρώνω με μάρμαρο: Μαρμάρωσε την αυλή του. 2. μεταβάλλω κάτι ζωντανό σε μάρμαρο, απολιθώνω: Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. 3. μτφ., τρομάζω κάποιον ώστε να μείνει ακίνητος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρμαρώνω — (AM μαρμαρῶ, όω, Μ και μαρμαρώνω [μάρμαρος] 1. καλύπτω ή επενδύω ή επιστρώνω ή περιβάλλω κάτι με μάρμαρο («μαρμάρωσα το λουτρό») 2. μεταβάλλω κάτι σε μάρμαρο, απολιθώνω, πετρώνω («η μάγισσα μαρμάρωσε το βασιλόπουλο») νεοελλ. 1. μτφ. μένω άναυδος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»